komo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komo | komoj |
αιτιατική | komon | komojn |
komo (eo)
- το κόμμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komo | komoj |
αιτιατική | komon | komojn |
komo (eo)