punching
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
punching | punchings |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpʌnt͡ʃɪŋ/ & /ˈpən(t)ʃɪŋ/ (αμερικανικό)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαpunching (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpunching (en)
ενικός | πληθυντικός |
punching | punchings |
punching (en)
punching (en)