pruntotablo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pruntotablo | pruntotabloj |
αιτιατική | pruntotablon | pruntotablojn |
pruntotablo (eo)
- τραπέζι όπου αφήνει κανείς κάτι που δανείστηκε