provizaĵo
(Ανακατεύθυνση από provizajho)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | provizaĵo | provizaĵoj |
αιτιατική | provizaĵon | provizaĵojn |
provizaĵo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- provizajho στο H-sistemo
- provizajxo στο X-sistemo