prostituisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prostituisto | prostituistoj |
αιτιατική | prostituiston | prostituistojn |
prostituisto (eo)
- ο σωματέμπορος, ο μαστροπός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prostituisto | prostituistoj |
αιτιατική | prostituiston | prostituistojn |
prostituisto (eo)