γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό prospectif prospectifs
θηλυκό prospective prospectives

  Επίθετο

επεξεργασία

prospectif (fr)

  1. σχετικός με το μέλλον
  2. σχετικός με τη μελέτη αγορών για λογαριασμό μιας εταιρείας

Συγγενικά

επεξεργασία