propra
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | propra | propraj |
αιτιατική | propran | proprajn |
propra (eo)
- propra sperto - προσωπική εμπειρία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | propra | propraj |
αιτιατική | propran | proprajn |
propra (eo)