Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
propice propices

propice (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ευμενής, ευνοϊκός, αίσιος
  2. propice à: κατάλληλος για

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία