pronounce
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pronounce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pronounces |
αόριστος | pronounced |
παθητική μετοχή | pronounced |
ενεργητική μετοχή | pronouncing |
Ρήμα
επεξεργασίαpronounce (en)
- (μεταβατικό) προφέρω, αρθρώνω λέξεις
- ονομάζω, αποδίδω επίσημα μια ιδιότητα κατά τη διάρκεια τελετής
- I hereby pronounce you man and wife
- δηλώνω, αποδίδω επίσημα μια ιδιότητα επειδή έχω την εξουσία ή είμαι ειδικός
- he was pronounced dead
- διαβάζω φωναχτά
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- pronounce - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 755. ISBN 9780194325684., λήμμα: προφέρω