promeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- promeno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | promeno | promenoj |
αιτιατική | promenon | promenojn |
promeno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | promeno | promenoj |
αιτιατική | promenon | promenojn |
promeno (eo)