procedo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | procedo | procedoj |
αιτιατική | procedon | procedojn |
procedo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | procedo | procedoj |
αιτιατική | procedon | procedojn |
procedo (eo)