prizorgado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- prizorgado < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prizorgado | prizorgadoj |
αιτιατική | prizorgadon | prizorgadojn |
prizorgado (eo)
- η φροντίδα, η περιποίηση