privatigo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | privatigo | privatigoj |
αιτιατική | privatigon | privatigojn |
privatigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | privatigo | privatigoj |
αιτιατική | privatigon | privatigojn |
privatigo (eo)