privata
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | privata | privataj |
αιτιατική | privatan | privatajn |
privata (eo)
- privataj datumoj, προσωπικά στοιχεία/δεδομένα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | privata | privataj |
αιτιατική | privatan | privatajn |
privata (eo)