princolando
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | princolando | princolandoj |
αιτιατική | princolandon | princolandojn |
princolando (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | princolando | princolandoj |
αιτιατική | princolandon | princolandojn |
princolando (eo)