principo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | principo | principoj |
αιτιατική | principon | principojn |
principo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | principo | principoj |
αιτιατική | principon | principojn |
principo (eo)