prezidanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prezidanto | prezidantoj |
αιτιατική | prezidanton | prezidantojn |
prezidanto (eo)
- πρόεδρος, αυτός που προεδρεύει
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prezidanto | prezidantoj |
αιτιατική | prezidanton | prezidantojn |
prezidanto (eo)