Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

prestiĝa < prestiĝ- + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική prestiĝa prestiĝaj
αιτιατική prestiĝan prestiĝajn

prestiĝa (eo)

prestiĝa premio - βραβείο αναγνωρισμένου κύρους