presaĵo
(Ανακατεύθυνση από presajxo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | presaĵo | presaĵoj |
αιτιατική | presaĵon | presaĵojn |
presaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | presaĵo | presaĵoj |
αιτιατική | presaĵon | presaĵojn |
presaĵo (eo)