prembutono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prembutono | prembutonoj |
αιτιατική | prembutonon | prembutonojn |
prembutono (eo)
- (ηλεκτρισμός) το κουμπί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prembutono | prembutonoj |
αιτιατική | prembutonon | prembutonojn |
prembutono (eo)