praepoko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | praepoko | praepokoj |
αιτιατική | praepokon | praepokojn |
praepoko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | praepoko | praepokoj |
αιτιατική | praepokon | praepokojn |
praepoko (eo)