Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
pom
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ρουμανικά
(ro)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
pom
(ro)
αρσενικό
(
βοτανική
) το
δέντρο
Κλίση
επεξεργασία
κλίση του
pom
ενικός
πληθυντικός
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
ονομαστική
un
pom
pomul
nişte
pomi
pomii
γενική
a unui
pom
pomului
a unor
pomi
pomilor
δοτική
unui
pom
pomului
unor
pomi
pomilor
αιτιατική
un
pom
pomul
nişte
pomi
pomii
κλητική
—
-
—
-