pliprofundigo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pliprofundigo < pli + profundigo
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pliprofundigo | pliprofundigoj |
αιτιατική | pliprofundigon | pliprofundigojn |
pliprofundigo (eo)