plipezo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plipezo | plipezoj |
αιτιατική | plipezon | plipezojn |
plipezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plipezo | plipezoj |
αιτιατική | plipezon | plipezojn |
plipezo (eo)