pezo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pezo | pezoj |
αιτιατική | pezon | pezojn |
pezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pezo | pezoj |
αιτιατική | pezon | pezojn |
pezo (eo)