pligrandigo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pligrandigo | pligrandigoj |
αιτιατική | pligrandigon | pligrandigojn |
pligrandigo (eo)
- η αύξηση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pligrandigo | pligrandigoj |
αιτιατική | pligrandigon | pligrandigojn |
pligrandigo (eo)