plenumado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plenumado | plenumadoj |
αιτιατική | plenumadon | plenumadojn |
plenumado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plenumado | plenumadoj |
αιτιατική | plenumadon | plenumadojn |
plenumado (eo)