plejaĝa
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- plejaĝa < plej (περισσότερο) + aĝo (ηλικία)+ -a
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plejaĝa | plejaĝaj |
αιτιατική | plejaĝan | plejaĝajn |
plejaĝa (eo)
- ο μεγαλύτερος σε ηλικία