planko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- planko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | planko | plankoj |
αιτιατική | plankon | plankojn |
planko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | planko | plankoj |
αιτιατική | plankon | plankojn |
planko (eo)