plait
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
plait (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | plait |
γ΄ ενικό ενεστώτα | — |
αόριστος | — |
παθητική μετοχή | — |
ενεργητική μετοχή | — |
plait (en)
plait (en)
ενεστώτας | plait |
γ΄ ενικό ενεστώτα | — |
αόριστος | — |
παθητική μετοχή | — |
ενεργητική μετοχή | — |
plait (en)