Ετυμολογία

επεξεργασία
piedira < piedo (πόδι) + iri (πηγαίνω) + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική piedira piediraj
αιτιατική piediran piedirajn

piedira (eo)

piedira ekskurso - εκδρομή με τα πόδια