Ετυμολογία

επεξεργασία
piedo < pied- + -o

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική piedo piedoj
αιτιατική piedon piedojn

piedo (eo)

  1. το πόδι
  2. το κάτω μέρος
    en la piedo de la paĝo - στο κάτω μέρος της σελίδας