petrolrafinejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petrolrafinejo | petrolrafinejoj |
αιτιατική | petrolrafinejon | petrolrafinejojn |
petrolrafinejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petrolrafinejo | petrolrafinejoj |
αιτιατική | petrolrafinejon | petrolrafinejojn |
petrolrafinejo (eo)