petanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petanto | petantoj |
αιτιατική | petanton | petantojn |
petanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petanto | petantoj |
αιτιατική | petanton | petantojn |
petanto (eo)