Ετυμολογία

επεξεργασία
pesant < peser

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό pesant pesants
θηλυκό pesante pesantes

pesant (fr)

  1. βαρύς, που ζυγίζει πολύ
  2. (μεταφορικά) αφόρητος, ανυπόφορος
  3. βαρύς, δυσκίνητος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pesant pesants

pesant (fr) αρσενικό

  1. το βάρος