persono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | persono | personoj |
αιτιατική | personon | personojn |
persono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | persono | personoj |
αιτιατική | personon | personojn |
persono (eo)