perlaboro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perlaboro | perlaboroj |
αιτιατική | perlaboron | perlaborojn |
perlaboro (eo)
- mi devas pagi parton de mia perlaboro - πρέπει να πληρώσω μέρος των κερδών μου