Ετυμολογία

επεξεργασία
perishable < perish + -able

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɛrɪʃəb(ə)l/ & /ˈpɛrɪʃəbəl/

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός perishable
συγκριτικός more perishable
υπερθετικός most perishable

perishable (en)

  • ευπαθής, ειδικά για τρόφιμα που αλλοιώνεται
    ⮡  perishable food (e.g., fish, meat, fruit) - ευπαθή τρόφιμα (π.χ. ψάρια, κρέας, φρούτα)
    ⮡  Strawberries are perishable fruits.
    Οι φράουλες είναι ευπαθή φρούτα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
perishable perishables

perishable (en)

  • (μόνο πληθυντικός) ευπαθή τρόφιμα
    ⮡  Strawberries are perishables.
    Οι φράουλες είναι ευπαθή φρούτα.