peresperanta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peresperanta | peresperantaj |
αιτιατική | peresperantan | peresperantajn |
peresperanta (eo)
- που γίνεται μέσω της εσπεράντο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peresperanta | peresperantaj |
αιτιατική | peresperantan | peresperantajn |
peresperanta (eo)