Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό percutant percutants
θηλυκό percutante percutantes

percutant (fr)

  1. (μουσική) κρουστικός
  2. (στρατιωτικός όρος) κρουσιφλεγής
  3. (μεταφορικά) (για πράξη, άρθρο εφημερίδας, κ.α.) καταπέλτης, σφυροκόπημα
    un article percutant - άρθρο καταπέλτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
percutant percutants

percutant (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) κρουσιφλεγές βλήμα