• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

pelo

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ισπανικά (es)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Πορτογαλικά (pt)
    • 2.1 Ουσιαστικό
    • 2.2 Ετυμολογία
    • 2.3 Συγχώνευση

Ισπανικά (es)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

pelo (es) αρσενικό

  1. τα μαλλιά



Πορτογαλικά (pt)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
pelo pelos

pelo (pt) αρσενικό

  1. η τρίχα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

pelo < πρόθεση por + άρθρο a

  ΣυγχώνευσηΕπεξεργασία

pelo (pt)

  • από την
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=pelo&oldid=3870768"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Μαΐου 2017, στις 09:29
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Μαΐου 2017, στις 09:29.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie