pekado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pekado | pekadoj |
αιτιατική | pekadon | pekadojn |
pekado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pekado | pekadoj |
αιτιατική | pekadon | pekadojn |
pekado (eo)