pedantic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | pedantic |
συγκριτικός | more pedantic |
υπερθετικός | most pedantic |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpedantic (en)
- σχολαστικός, ανησυχώ πάρα πολύ για μικρές λεπτομέρειες ή κανόνες
- ⮡ Don’t be pedantic.
- Μην είσαι σχολαστικός.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious
- ⮡ Don’t be pedantic.
Πηγές
επεξεργασία- pedantic - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 861. ISBN 9780194325684., λήμμα: σχολαστικός