patronizingly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | patronizingly |
συγκριτικός | more patronizingly |
υπερθετικός | most patronizingly |
Ετυμολογία
επεξεργασία- patronizingly < patronizing + -ly
Επίρρημα
επεξεργασία- αλαζονικά, με τρόπο που δείχνει ότι πιστεύω ότι είμαι καλύτερος ή πιο έξυπνος από κάποιον άλλο
- ⮡ We must not patronizingly point the finger at others but help them.
- Πρέπει να μην δείχνουμε αλαζονικά τους άλλους με το δάχτυλό μας αλλά να τους βοηθήσουμε.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arrogantly
- ⮡ We must not patronizingly point the finger at others but help them.