patronisingly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | patronisingly |
συγκριτικός | more patronisingly |
υπερθετικός | most patronisingly |
Επίρρημα
επεξεργασίαpatronisingly (en)
παραθετικά | |
θετικός | patronisingly |
συγκριτικός | more patronisingly |
υπερθετικός | most patronisingly |
patronisingly (en)