Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό patelin patelins
θηλυκό pateline patelines

patelin (fr)

  1. χαμερπής, φτηνός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
patelin patelins

patelin (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) χωριό