pasema
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasema | pasemaj |
αιτιατική | paseman | pasemajn |
pasema (eo)
- περαστικός (όχι μόνιμος)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasema | pasemaj |
αιτιατική | paseman | pasemajn |
pasema (eo)