pardonebla
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pardonebla | pardoneblaj |
αιτιατική | pardoneblan | pardoneblajn |
pardonebla (eo)
- που μπορεί να συγχωρηθεί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pardonebla | pardoneblaj |
αιτιατική | pardoneblan | pardoneblajn |
pardonebla (eo)