Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
outrance outrances

outrance (fr) θηλυκό

  1. κάτι το υπερβολικό
     συνώνυμα: excès
  2. η ιδιότητα του υπερβολικού
     συνώνυμα: démesure, exagération


Εκφράσεις

επεξεργασία