outrance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
outrance | outrances |
outrance (fr) θηλυκό
- κάτι το υπερβολικό
- η ιδιότητα του υπερβολικού
Εκφράσεις
επεξεργασία- à outrance - υπερβολικά
ενικός | πληθυντικός |
outrance | outrances |
outrance (fr) θηλυκό