Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
démesure démesures

démesure (fr) θηλυκό


Συνώνυμα

επεξεργασία


Αντώνυμα

επεξεργασία


Συγγενικά

επεξεργασία